- πνευματίζω
- Μ [πνεύμα, -ατος]γράφω ή μιλώ χρησιμοποιώντας ψιλή και δασεία, δηλαδή σύμφωνα με τον πνευματισμόμσν.-αρχ.1. φυσώ, παράγω αέρα2. αναζωπυρώνω με φύσημα αέρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπνευμάτιζον — πνευματίζω fan by blowing imperf ind act 3rd pl πνευματίζω fan by blowing imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπνευματισμένοι — πνευματίζω fan by blowing perf part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματιζομένην — πνευματίζω fan by blowing pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματιζομένους — πνευματίζω fan by blowing pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματιζόμενοι — πνευματίζω fan by blowing pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματισθήσεται — πνευματίζω fan by blowing fut ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματίζεται — πνευματίζω fan by blowing pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματίζοντες — πνευματίζω fan by blowing pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπνευματίζοντο — πνευματίζω fan by blowing imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπνευμάτιζε — πνευματίζω fan by blowing imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)